- σαλταδόρος
- ο(λ. ιταλ.)1. ικανός στο πήδημα, άλτης.2. μτφ., κλέφτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαλταδόρος — ο, Ν 1. αυτός που κάνει πηδήματα και, κυρίως, αυτός που μπορεί να κάνει μεγάλα άλματα 2. αυτός που πηδά και ανεβαίνει σε κινούμενο όχημα για να κλέψει («σαλταδόρος τής γερμανικής κατοχής») 3. συνεκδ. κλέφτης 4. μτφ. ο αναρριχώμενος σε υψηλές… … Dictionary of Greek
σαλταδόρικος — η, ο, Ν [σαλταδόρος] αυτός που ταιριάζει στον σαλταδόρο («σαλτοδόρικο κόλπο») … Dictionary of Greek